ΜΠΑΡΑ ΜΕΝΟΥ

12 Αυγούστου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΕΚ ΚΡΗΤΗΣ.

ΕΙΚΑΔΙ ΙΩΣΗΦ ΘΕΟΡΗΜΩΝ ΕΚΘΑΝΕ ΔΕΥΤΕΡΙΗ.

   Ούτος ο Ὁσιος Πατήρ ημὠν Ιωσἠφ. ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου Νήσου Κρήτης, από ένα χωριό Κεράμων καλούμενον, ευσεβὡν γονέων υιός. και ελθὡν εις ηλικίαν δεκτικἠν μαθήσεως, εδόθη από τους γονεῖς του εις ένα διδάσκαλον Θεοσεβέστατον και σεβάσμιον πνευματικόν Πατέρα, οποὐ εκατοικούσεν εις ένα Μονήδριον του Αγίου ενδόξου και πανευφἠμου Αποστὀλου και Ευαγγελιστοὐ Ιωάννου του Θεολόγου, επονομαζόμενον παρά τοις πολλοῖς του Δερματἁνου, κείμενον εις τα παραθαλάσσια μέρη εις την Χὡραν Χανδάκου, από τον οποίον διδασκόμενος όχι μόνον τα γράμματα, αλλά και τα καλά και Θεάρεστα ἠθη, ἔμαθεν εις ολίγον καιρόν όσα ήσαν αρκετά εις την σωτηρίαν του, και οὐτως αναγιγνώσκων καθ᾿ εκάστην τα βιβλία της Εκκλησίας μας, εγνώρισε την πλάνην του κόσμου και ματαιότητα, και μισήσας όλα τα προσωρινά και φθειρόμενα πράγματα του βίου τούτου, εποθουσε τα αιώνια και ἄφθαρτα αγαθά του Ουρανού· όθεν και εδόθη όλως δι᾿ όλου εις το να αγωνίζετω με μεγάλην προθυμίαν εις τας εναρέτους πράξεις, είχε δε και εργόχειρον την καλλιγραφίαν· οι δε γονεῖς αυτού βλέποντες την θεοσέβειαν και αρετήν του υιού τους, μεγάλως εφραἰνοντο, και εδόξαζον τον Θεόν. 
                 
   Αλλ’ επειδή και μετά ολίγον καιρόν ετελεύτησαν οι γονεῖς του, έγινεν ούτος κληρονόμος εις όλα τους τα υπάρχοντα, ωσάν οποὐ ἀλλο τέκνον δεν είχον αλλ’ όμως ο Μακάριος δεν ενικήθη παντελῶς από αυτά, και με όλον οπου᾿ ήσαν αρκετά, αλλά με την βουλήν του πνευματικοῦ του Πατρός και Διδασκἀλου, τα εδιαμοίρασεν όλα ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, και μένωντας ελεύθερος από αυτά, ευρίσκετο εις την υποταγήν του γέροντός του με μεγάλην ταπείνωσιν,  και καταδαμάζωντας το σῶμα του με νηστείαν υπέρμετρον, με αγρυπνίαν, με γονυκλισίας αμετρήτους, και με προσευχήν αδιάλειπτον, ενἱκα τας βίας της φύσεως με ολίγον ψωμί νερόν, και με ολίγον ύπνον, και απλώς ειπείν κάθε λογῆς άσκησιν και εγράτειαν εμεταχειρίζετο, γενόμενος όλως δι᾽όλου σκεῦος καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος· και το παράδοξον ήτον, ότι και των θορύβων και ταραχῶν του κόσμου, εκαταπάτησεν όμως όλας τας πανουργίας του δαίμονος, ώστε οπού και οι ασὠματοι Ἀγγελοι εξεπλάγησαν.
    Λοιπόν ο πνευματικός του Πατήρ βλέπωντας αυτόν οποὐ επρόκοπτεν ημέραν εξ ημέρας εις τους αγώνας της ασκήσεως, και ανέβαινεν από αρετήν εις αρετἠν, τον έκαμε Καλἁγηρον, και τον ένδυσε το θεῖον και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών· και όχι μόνον τούτα, αλλά δοκιμάσας αυτόν ικανόν καιρόν, έκρινε να τον ανεβἀση και εις το αξίωμα της Ιερωσὐνης ως ἄξιον πέμψας συτὀν δια γράμματος του εις τον Αρχιερέα του τόπου εκεἰνου· ος τις ιδών αυτόν, και θαυμάσας την σύνεσιν  του, τα ληθη του, και την άκραν ταπείνωσιν, τον εχειροτόνησε κατὰ τάξιν Ιερέα μετά χαρᾶς μεγάλης, και τον έστειλε πάλιν εις τον γέροντά του· ο όποἱος τον εδέχθη με πολλήν χαράν, και ἄμετρον ευφροσὐνην· και διδάξας αυτὀν όλα τα επιτηδεὐματα της Ιερωσύνης, ἔπαυσεν αυτός της Θείας Ιερουργίας ως γέρων, και άρχισε πλέον ο Ιερός Ιωσἠφ να εκτελή αμέπτως και καθαρῶς την Θεῖαν Λειτουργίαν.
   Αλλα δεν επέρασε πολύς καιρός εν τω μεταξύ, και ο πνευματικός του Πατήρ, ασθενησας ολίγον, και γνωρίσας τον θάνατόν του, επροσκάλεσε τον Ὀσιον Ιωσήφ, και του είπε ταύτα· εις εμένα μεν, ω τέκνον, έφθασεν ο καιρός της εμἡς τελευτῆς, και υπάγω εκεί οπού απολαμβάνει κάθε ένας κατά τα έργα του· συ δε πρόσεχε καλῶς, να φυλλάττης με πολλήν επιμέλειαν τον εαυτόν σου και το ποίμνιόν σου, διότι έχεις να δώσης απολογίαν εις τον δίκαιον Κριτἠν δι᾽ αυτό· να προσεύχεσαι αδιαλείπτως· να περνάς την ζωήν σου ήσυχον και αφολόνεικον·  να μην αφίνης ποτέ την Ακολουθίαν σου και τον Κανόνα σου· να επιμελήσαι τους πτωχούς να βοηθής όσον δυνάσαι τας χἠρας, και τα ορφανἁ· να παρηγορής με κάθε λογἠς τρόπον εκείνους οποὐ ευρίσκοντω εις Θλίψεις και εις συμφοράς· και εις καιρόν οπού εκτελείς την θείαν Λειτουργίαν, να έχης όλον τον νουν σου προσκολλημένον εις τον Θεόν τον μέγαν Αρχιερέα. Κάμε ακόμη και την μικράν μου ταύτην παραγγελίαν, μοίρασαι εις τρία μερίδια τα υπάρχοντἁ μου, και το ένα μερίδιον στεῖλε το εις το Ἀγιον Ὀρος του Ἀθωνος, το ἀλλο εις το Ἀγιον Ὁρος του Σινά, και το εναπολειφθέν έχετο εις διατροφἠν εδικήν σου πλην από το μέσον των δύο μεριδίων διάδος και εις τους ενδεείς και πτωχούς·  ταύτα ειπων, και ευξάμενος προς τον Θεόν υπέρ αυτου, απήλθε προς Κύριον.
    0 δε Ιερός Ιωσήφ λυπηθείς πολλά δια την ορφανἱαν του πνευματικού  του Πατρός, και κλαῦσας επ’ αυτὀν όσον έπρεπε  τον εκήδευσεν ευλαβώς·  έπειτα επήγεν εις τους Αγίους Τόπους, και προσκυνήσας αυτούς, εμοίρασε τα υπάρχοντά του γέροντος του κατά την εντολήν του, και ούτως υπέστρεψε πάλιν εις την Κρῄτην, εις το προρρηθἑν Μονήδριον του Θεολόγου, και εκεί ηγωνίζετο πάλιν τους αγώνας της ασκήσεως με περισσοτέραν προθυμίαν, μεταχειριζόμενος πάσαν Θεάρεστον πρᾶξιν, και προπάντων την προς τον πλησίον αγάπην, και ακολούθως την ελεημοσύνην, ώστε οπου εις ολίγας ημέρας έδωκεν εις τους ενδεείς και όλον το μερίδιον οπού τον άφησεν ο γέροντάς του εις διατροφήν ειδικήν του, και εκαταστάθη ύστερον τόσον πτωχός, οπού δεν είχε μηδέ την καθημερινήν ολίγην εκείνην τροφήν.
    Και πολλάκις επήγεναν πτωχοί εις αυτόν ζητοῦντες ελεημοσὐνην, και μην έχοντας να τους δώση, ελυπείτο με υπερβολήν· αλλ’ ο Κύριος ημών οπού ερευνά τας καρδίας των ανθρώπων, βλέπωντας αυτόν λυπούμενον, ενήργει δια της Θείας του Χάριτος, και ευρίσκοντο ψωμία μέσα εις την σπυρίδα του Οσἱου, και έδιδεν εις τους πτωχούς, και ετρέφετο και αυτός· και ας μην απιστή τινάς εις τούτο, ότι ο Κύριος ημών ουτως είπεν εις τον Θειόν του Ευαγγέλιον. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν· ζητεῖτε και ευρήσετε· κρούετε και ανοιγἠσεται υμίν·» και πάλιν δια του Προφητάνακτος. «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει.» Οπόταν δε ιερουργοὐσε ο Μακάριος, τας προσφορᾶς οποὐ του έφερναν, τας εμοίραζεν εις τους πτωχούς.
    Και πολλάκις επήγαινε νύκτα βαθείαν εις τας θύρας των πτωχῶν, και τους έρριπτε κρυφίως τα χρειαζὀμενα. και με πολλήν σπουδήν εγύριζεν οπι'σω δια να μη τον ιδή τινἁς· διότι μαθών από τον Κύριον, το, «Μη γνώτω η αριστερά σου, τί ποιεῖ η δεξιά σου·» και το «Ο ελεὠν πτωχόν δανείζει Θεώ·»δεν έπαυεν από το να επιμελήται τους πτωχούς νύκτα και ημέραν· και πολλάκις οπού δεν είχε τίποτε να τους δώση, εζῄτει δανεικὰ και τους έδιδεν. Επισκέπτετο δε και τους φυλακωμένους, και τους ασθενείς, μάλιστα τους λωβούς, και τους ενδεείς έδιδε την ελεημοσύνην· μαθών δε και από το ρητόν του Αποστόλου, ότι πρέπει να υποτασσώμεθα εις τους Άρχοντας του τόπου, και του απέδιδε την πρέπουσα τιμήν.
   Ἑνα καιρόν κατά την σεβάσμιον Εορτήν του ενδόξου Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, επρόσφεραν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του πλήθος πολυ προσφορῶν, τας οποίας διεμοίρασεν ο Όσιος όλας εις τους πτωχούς, και το εσπέρας την αυτήν ημέραν δεν εχεν ουδεμίαν, αλλά από άλλον επῄρεν ολίγον ψωμί και έφαγεν. Ἀλλο τε συνέβη εν τη τοιαύτη Εορτή͵ να προσφέρουν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν, λαμπάδας και Θυμιάματα και άλλα τοιαύτα πολλά, προσφορὰν δε μηδεμίαν και όταν έφθασεν ο καιρός τῃς Θείας Λειτουργίας, βλέπωντας ο διωρισμένος υπηρέτης, πως δεν έχουν προσφοράν, εις το να εκτελέσουν την Θείαν Μυσταγωγίαν, επήγεν εις τον ΄Οσιον, και του λέγει· Πάτερ τίμιε, ο καιρός της Λειτουργίας έφθασε, και προσφορά δεν είναι, όθεν πρόσταξον με τί να κάμω.
     Και εκείνος του απεκρίθη κατά την Αβραμιαίαν εκείνην φωνήν και πίστην. «Θεός όψεται εαυτώ προσφοράν, τέκνον, εις θυσίαν εαυτου·» και μετ᾿ ολίγον του λέγει, έμβα τέκνον, εις το Ἀγιον Βῄμα, και στοχάσου εις το δεξιόν σου μέρος, και θέλεις εύρη το ζητούμενον, με την Χάριν του Χριστού μου· και εμβαίνωντας ο Διακονητής εις το Ἀγιον Βῄμα, και στραφείς προς το μέρος το δεξιόν αυτού, βλέπει, ω του θαύματος! Ὀχι μίαν μόνην προσφοράν, αλλά πολλάς, μεγάλας τε και καλάς σωρευμένας, και με μεγάλην φωνήν εκήρυττεν εις τους παρόντας το γενόμενον· ο δε Όσιος επιτιμῄσας αυτόν, 'και προσάζωντάς τον να σιωπηση, ἄρχισεν ευθύς να εκτελῄ  την Θείαν Λειτουργίαν, με αγαλλιασιν της ψυχής του, και με ευχαριστίαν προς τον Θεόν· αφου δε ετελεἰωσε την Λειτουργίαν, εδιαμοίρασε τας προσφορᾶς εκείνας εις τους πτωχούς, καθώς είχε συνήθειαν να κάμνῃ πάντοτε, εις δόξαν Θεού του ποιούντος μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξά τε και εξαίσια, ων ουκ ἐστιν αριθμός.
   Ούτος ο Ὁσιος Πατήρ ῃμών Ιωσήφ έχοντας χρείαν αναγκαίαν εις άλλον τόπον, εκίνησε να υπάγη εις αυτόν, και απερνώντας από τας κατοικίας των Εβραίων, συνέβη να είναι εις τον δρόμον μερικοὶ Εβραῖοι, οι οποίοι εμετάγγειζαν κρασί από ένα αγγείον εις ἀλλο, και ίδοντες αυτόν από μακράν, εβουλεύθησαν να τον περιπαίξουν, και με κοινήν γνώμην έλοιβεν ένας από αυτούς ποτήριον εις τας χείρας του, και γεμίζωντάς το κρασί, το έδωκεν εις τον Ὀσιον, ειπών αυτώ, πίε Πάτερ το κρασί τούτο. Ο δε χωρίς καμμίαν συς όλην εδέχθη το ποτήριον εκ της χειρός του Εβραίου, και σφραγίζωντάς το με το σημεῖον του Τίμιου και Ζωοποιού Σταυροῦ εν τω ονόματι του Κυρίου ῃμὡν Ιησού Χριστοῦ, έπιεν εξ αυτού ολίγον, και το επίλοιπον το έχυσε μέσα εις το αγγείον οπου ήτον όλον το κρασί· ιδόντες οι Εβραῖοι το γενόμενον, εφώναξαν κατα την συνήθειάν τους, και κάμνοντες ταραχήν μεγάλην, εζητούν από τον Όσιον την τιμήν όλου του κρασιού, ωσάν οπού αδικήθηκαν τάχα από αυτόν.
     Ο δε Ἀγιος περιπαίζωντάς τους, φρονίμως και εις καιρόν αρμόδιον, έλεγε την αλῄθειαν, ότι δεν τους έκαμε καμμίαν ζημίαν, και δεν πρέπει να του ζητοῦν τίποτε, αλλά μάλιστα να τον ευχαριστούν ότι ευλόγησε το κρασί τους, επειδῄ αυτοί ήσαν αμέτοχοι από ευλογίαν. Λοιπόν με το να έγινε μεγάλη φιλονεικία αναμεταξύ του Οσίου και των Εβραίων, επειδῄ επαραστάθησαν εκεί  Χριστιανοί, και τον μεν δίκαιον ελευθέρωσαν από τας φωνάς και τῃν ταραχήν αυτών, εκείνους δε τους επερίπαιζαν καθώς έπρεπε· μην υποφέροντες εκείνοι τον εμπαιγμόν επτρόσδραμον εις τον Δούκα της Πολεως εγκαλοὐντες τον ΄Οσιον, πως τους ηδίκησεν· ο δε  Δουξ πέμψας επροσκἁλεσεν αυτόν, και τον ηρώτησε, δια ποίαν αιτίαν τον εγκαλούν εκείνοι;
     Ο δε Ἀγιος απεκρίθη λέγων· εγώ απερνώντας από την στράταν, απάντησα τους Εβραίους τούτους, οπού είχαν εκεί εις το τρίστρατον ένα αγγείον γεμάτον κρασί, από το οποίον εγέμισαν ένα ποτήριον, και το έδωκαν εις τας χείρας μου λέγοντες, πίε το κρασί τούτο· εγώ δε το ποτήριον δεξάμενος, δεν ηθέλησα να το γευθώ Ιουδαϊκώς, αλλά Χριστιανικώς·  όθεν κατά Χριστόν ευλογήσας αυτό και σφραγίζοντάς το με το Σημείον του Τίμιου και Ζωοποιού Σταυρού, έπια από αυτό όσον ήθελα, το δε επίλοιπον το έχυσα εις εκείνο το αγγείον, από το οποίον το εύγαλαν. Λοιπόν η δική σου αγχίνοια ας κρίνῃ, εάν έκαμα δικαίως, ή αδίκως το τοιούτον έργον. 
    Ἀκουσας ταύτα ο Εξουσιαστής, είπεν εις τους Εβραίους· δεν έπρεπε λοιπόν να εγκαλήται τον τίμιον τούτον Πατέρα, επειδή εσείς μεν, δια να δείξετε τάχα αγάπην εις αυτόν, τον εδεξιώθητε οπόυ απερνούσεν εκείθεν, και του εδώκατε να πίη από το δικόν σας κρασί· αυτός δε, επειδή δεν ήταν δυνατόν να σας αντιδεξιωθῄ, με το να ήσθε αβάπτιστοι, εδεξιώθῃ το κρασί οπού τον εδώκατε από την ευλογίαν οποὐ είχε, και έπρεπε μάλιστα να τον ευχαριστήτε δια τούτο, και όχι να τον εγκαλείται. Λάβετε λοιπόν το κρασί σας, και μην ενοχλείτε παραλόγως τον Ἀγιον τούτον γέροντα.
    0ι δε Εβραίοι είπον, δεν ημπορούμεν κατουδένα τρόπον να λάβωμεν το τοιούτον κρασί, ωσάν οπού εδέχθη Χριστιανικήν σφραγίδα. Τότε τους είπεν ο Δουξ· εσείς οι ίδιοι απεφασίσατε εναντίον σας, ότι με δίκαιον τρόπον πρέπει  να υστερηθήτε το τοιοῦτον  κρασί, ωσάν οποὐ είσθε υστερῃμενοι απο την ευλογίαν οπού εδόθῃ εις αυτό. Λοιπόν ας δοθῄ εις πτωχούς Χριστιανούς, χωρίς καμμίαν δόσιν ή αντιμισθίαν, και ούτως εδόθη  το κρασί εις πτωχούς Χριστιανούς, εις δόξαν του Χριστού, οπού νικά τους πανοὐργους με την ίδιαν πανουργίαν τους· οι δε Εβραίοι έφυγαν απο το Κριτήριον σκυθρωποι και κατησχυμένοι δια την άκαρπον και βλαβερόν πονηρίαν τους. Είναι και άλλα αξιοθαύμαστα του Οσίου κατορθώματα, τα οποία σιωπώμεν συντομίας χάριν.
   Οσίως δε και θεαρέστως πολιτευόμενος ο Ἀγιος, ζήσας χρόνους επάνω των εβδομήκοντα, και μικρόν νοσήσας, απήλθε προς Κύριον χαίρων και αγαλλόμενος, κατά το αφιά 1511, έτος, εν Μηνί Ιανουάριω κβ’ 22. Συναθρισθέντες δε οι Ιερείς της πόλεως και οι Άρχοντες μεγαλοπρεπῶς αυτόν κηδεύσαντες, τον ενταφίασαν εις τον προρρηθέντα Ναόν. Χρόνου δε παρελθόντος ικανοὐ, δια θείας οπτασἱας, ανεκομίσθη το πάντιμον αυτοὐ Λείψανον σώον και ακέραιον, ευωδίαν πνευματικήν αναπέμπον, και μετετέθη εις ξύλινην λάρνακα μέσα εις τον Ναόν του Θεολόγου·  και όλοι οι ασθενείς οποὐ προστρέχων εις αυτό μετά πίστεως λαμβάνων την ιατρείαν· ούτω γαρ οίδε Κύριος δοξάζειν τους αυτόν πιστῶς δοξάζοντας. Εις δε το αχξδ’. 1669' επειδή ῄλθεν εκεί το ασεβέστατον γένος των Αγαρινών, πέρνόντες αυτό το σεβάσμιον Λείψανον οι σεγγενείς του, το έφεραν εις την Ζάκυνθον, εν μηνί Αυγούστω, κθ’ 29 κακεί το δοξάζει με θαύματα και σημεῖα ο Κύριος ο δοξάζων τους δούλους του, φυλάττων και έως του νυν αυτό σὠον και ακέραιον. Ταις αυτοὐ Αγίαις Πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσω ημάς. Αμήν·
Το λείψανον του Οσίου μετεκόμισεν εις Ζάκυνθον, την 29ην Αυγουστου 1669, ο Κρης ιερεύς Αντώνιος Αρμάκης και κατέθεσεν εις την μονήν καλογραίων του Αγίου Ιωάννου Μαντινειού, εις θέσιν Ξεροβούνια του χωρίου Γαϊτάνιον.









Η ασημένια λάρνακα του Αγίου Ιωσήφ.
Το έτος 1915 το λείψανον κατετέθη εις τον εν Γαϊτανίω Ναόν του Παντοκράτορος, εκτιθέμενον εις προσκύνημα την 29ην Αυγούστου, οπότε και λιτανεύεται ανά το χωρίον.
       
   Το Απολυτἰκιον του Αγἰου Ἰωσήφ 22α Ιανουαρίου ΄Ηχος α’
                                                                                       
Των Κρητῶν τε τον γόνον και Ζακύνθου το καύχημα, των Πατέρων κλέος και δόξα Ιωσήφ τον αοίδημον· τιμήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί, ου δόξῃ αρρήτω η Τριάς, ετιμήσατο το σκῆνος, διασώσασα άφθορον. Δόξα τω αγιάσαντι αυτόν, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω αδείξαντι φρουρὸν, και άμισθον πιστοίς, Ιατρόν τοις κάμνουσι.
                                       
 Το απολυτίκιον του Αγίου Ιωσήφ 29ην Αυγούστου ΄Ηχος α’
                                 
Δεὐτε πάντων Ζακυνθίων φιλεόρτων συστήματα, ύμνοις και ωδαίς εγκωμίων καταστρέψωμεν σήμερον, Κατάθεσιν Λειψάνου την σεπτήν, Ιωσήφ του εκ της Κρήτης, προς ημάς αναλάμψαντος, οιά περ αστέρος φαεινοῦ, ου τη λάμψει διανοίαι, των Πιστών καταυγάζονται. Δόξα τω αγιάσαντι αυτόν, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργοὐντι δι’ αυτοὐ πάσιν ιάματα.



πηγη:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου