ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
Ὁ ἅγιος αὐτὸς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανου, ἤτοι περὶ τὸ 304. Κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Νικομήδειαν.
Ὃ πατέρας τοῦ Εὔστοργιος ἦτο εἰδωλολάτρης. Ἢ μητέρα τοῦ ὤνομαζετο Εὔβουλη, καὶ ἦτο χριστιανή. 'Ὅσην περὶποίησιν ἔκανε ὃ πατέρας πρὸς τὰ εἴδωλα, τόσην προθυμίαν καὶ ἄγαπην πρὸς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἐδείκνυε ἢ μητέρα του, ποὺ μὲ στοργὴ καὶ ἄγαπην ἀνέτρεψε τὸν υἱὸν τῶν Παντολέοντα (ἔτσι τὸν εἶχαν ὀνομάσει). Τοῦ ἔδινε ὄχι μόνον ὕλικην τροφήν, ἀλλὰ καὶ πνευματικήν.Ὅμως ἀπέθανε ἐνωρὶς ἢ εὐτυχισμένη Εὔβουλη.
Ὃ Παντολέων ἀφοῦ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα, ἔμορφωθη καὶ εἷς τὰ Ἑλληνικά. Ἄργοτερον, ἀφοῦ ἐμαθε ἀρκετὰ καὶ ἐπροχώρησεν, ὃ πατέρας τοῦ τὸν Ἔστειλε νὰ μαθητεύση εἰς τὸν ξακουστὸν Ἰατρὸν Εὐφρόσυνον. Πράγματι ὃ νέος, εὐφυὴς καθὼς ἠτο, ἔιξεπερασέ τους ὑπολοίπους συμμαθητᾶς τοῦ εἰς τὴν ἐπίδοσιν, μέσα εἷς σύντομον χρονικὸν διάστημα.
Ἦτο πολὺ ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν. Εἷς τὴν ὁμιλίαν γλυκὺς καὶ εἷς τὸ παράστημα μέτριος καὶ ταπεινός. Ἦτο στολισμένος μὲ τὰς ἄρετας, καὶ εἶχε τόσον καλὴν διαγωγὴν ποῦ διεκρίνετο εἰς τὰς συναναστροφᾶς του ἀπὸ τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι ὅσοι τὸν ἐπλησίαζαν εὔχαριστουντο καὶ ἐχαιραν διότι ἀπεχόμιζαν πολλᾶς ὠφελείας.
Ἕνεκα τῶν ἀρετῶν τοῦ ὃ Παντολέων ἔγινε ξακουστὸς καὶ φημισμένος εἷς ὁλόκληρον τὴν Νικομήδειαν.
Ἄλλα καὶ αὐτὸς ὃ βασιλεύς, ὅταν κάποια ἢ μέρα ἐπῆγε μὲ τὸν πατέρα τοῦ Εὔστοργιον εἷς τὸ παλάτι καὶ τὸν εἶδε, ἤρωτησε καὶ ἔμαθε διὰ τὰς ἄρετάς του Παντολέοντος. Ὅταν εἶδε τὴν ὀρθήν του σκέψιν καὶ τὸν καλόν του χαρακτήρα, ἔκαλεσε τὸν Εὔστοργιον καὶ τὸν παρωτρυνε νὰ σπουδάση τὸν υἱὸν τοῦ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον, οὕτως ὥστε νὰ τὸν κάνη τέλειον Ἰατρόν, καὶ ἐν συνέχεια νὰ τὸν τοποθέτηση μέσα εἰς τὸ παλάτι του.
Βαπτίζεται Χριστιανός.
Ὃ ἅγιος Ἔρμολαος ἦτο Ἱερεὺς τῆς ἐκκλησίας τῆς Νικομήδειας τὴν ἔποχην ἔκεινην. Ὅμως ἦτο κρυμμένος εἷς μίαν οἰκίαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπειδὴ ἐφοβουντο τὸν βασιλέα.
Καθὼς λοιπὸν ἔβλεπε τὸν νέον, ποῦ ἐπερνουσε ἀπὸ τὴν οἰκίαν καθημερινῶς διὰ νὰ πάη εἷς τὸν διδάσκαλόν του, διεπίστωσε καὶ ἀντελήφθη ὅτι ὃ νέος αὐτὸς ἔχει σεμνότητα καὶ ἦθος καὶ ἐξ αὐτῶν ἔκρινε ὅτι καὶ ἢ ψυχική του κατάστασις θὰ ἦτο ἄγαθη, ὅπως ἢ ἀγαθὴ καὶ καρποφόρος ἐκείνη γῆ ποῦ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιον.
'Ἐνῶ ἔσκεπτετο ὃ Ἔρμολαος αὐτά, ἠθέλησε νὰ δοκιμάση καὶ νὰ σαγήνευση τὸν Παντολέοντα καὶ ἀφοῦ ἤνοιξε τὴν θύραν τῆς οἰκίας, τὸν ἐφώναξε διὰ νὰ τοῦ εἴπη κάτι. Ὃ Παντολέων εἴσηλθεν εἷς τὴν οἰκίαν καὶ ὃ ἅγιος τότε τὸν ἤρωτησε περὶ τῆς καταγωγῆς του καὶ περὶ τοῦ ἀντικειμένου τῆς λατρείας τῶν (δήλ. σὲ τί πιστεύουν). Ὃ νέος ἀπήντησεν εἷς τὴν ἐρώτησιν μὲ ὅλην τὴν ἀλήθειαν, ὅτι δηλαδὴ ἢ μητέρα τοῦ ἦτο Χριστιανὴ καὶ ὃ πατέρας τοῦ Εἰδωλολάτρης. Ὃ Ἔρμολαος καὶ πάλιν τὸν ἤρωτησε λέγων: «Ἐσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν ἀγαπᾶς περισσότερον;» Καὶ ὃ νέος ἀπήντησεν ὡς ἕξης: «Ὅταν ἔζουσεν ἢ μητέρα μου, μὲ συνεβούλευε καθημερινῶς νὰ γίνω χριστιανός. Καὶ ἔγω αὐτὸ ἐποθουσα νὰ γίνω. Ἢ μητέρα μου Ἀπέθανε, .Καὶ ἔμεινα μόνος μὲ τὸν πατέρα μου, ὁ ὅποιος μὲ ἀναγκάζει νὰ τὸν Ἀκολουθῶ εἰς τὴν θρηκείαν καὶ σκοπεύει νὰ μοῦ προσφέρη εἰς ἔνδειξιν τιμῆς θέσιν εἰς τὸ παλάτι » Τὸν ξαναρῶτα ὁ Ἐρμολαος: «Ποιὰν ἐπιστήμην ἀκολουθεῖς, παιδί μου;» Καὶ ὃ Παντολέων ἀπεκρίθη λέγων: «Τὴν Ἰατρικήν, σεβαστὲ γέροντα, ἀκολουθῶ. Αὐτὴν ποῦ ἔδιδαξεν ὃ Ἀσκληπιός, ὃ Ἱπποκράτης, ὃ Γαληνὸς καὶ ἄλλοι σοφοί. Ἂπ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα εἰς τὸν πατέρα μου ἠρεσε αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα. 'Ἀλλὰ καὶ ὃ διδάσκαλός μου μὲ ἐπληροφόρησε ὅτι ἐὰν γίνω τέλειος ἰατρός, δὲν θὰ ὕπαρχη ἀσθένεια ποῦ νὰ μὴν μπορῶ νὰ τὴν θεραπεύσω». Τότε ὃ Ἔρμολαος εὔρων τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν, εἶπε πρὸς τὸν νέον: «Πίστευσε μέ, παιδί μου, ὅτι ἢ ἐπιστήμη τοῦ "Ἀσκληπιοῦ, τοῦ Γαληνοῦ καὶ τῶν ὑπολοίπων σοφῶν πού μου ἀνέφερες, μικρὴν βοήθειαν μπορεῖ νὰ προσφέρη εἷς αὐτοὺς ποῦ τὴν σπουδάζουν. 'Ἀλλὰ καὶ οὗτοι οἱ θεοὶ ποὺ προσκυνεῖ ὃ Μαξιμιανός, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ψευδεῖς μύθοι, ποῦ τοὺς πιστεύουν οἱ ἀνόητοι. "Ἕνας εἶναι ὃ ἀληθινὸς θεός, ὃ Ἰησοῦς Χρίστος, εἷς τὸν ὁποῖον ἐὰν πιστεύσης ἐξ ὅλης της καρδίας σου, θὰ ἰατρεύσης κάθε νόσον, χωρὶς τὰ Ἰατρικὰ βότανα, μὲ μόνην τὴν Χάριν καὶ δύναμιν Ἐκείνου. Ὃ Χρίστος ἐφώτισε πολλοὺς τυφλούς, ἀνέστησε νεκρούς, ἔκαθαρισε λεπρούς, ἐθεράπευσε δαιμονιζομένους καὶ αἱμορροοῦντας, ἴατρευσε δυσθεραπεύτους ἀσθενείας καὶ Ἔκανε ἀμέτρητα θαύματα. 'Ἀλλὰ καὶ σήμερον ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν πιστῶν δούλων Του, καὶ τοὺς βοήθει νὰ τελοῦν ἔργα ποῦ προκαλοῦν κατάπληξιν καὶ δέος. Καὶ τοὺς πιστούς Του αὐτοὺς τοὺς καθιστὰ κληρονόμους τῆς οὐρανίου βασιλείας Του».
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ Παντολέων, τνοιωσε μεγάλην χαράν. Ἢ καρδιὰ τοῦ ἐγέμισε εὐφροσύνην καὶ διεπίστωσεν, ὅτι ὅλα ὅσα τοῦ ἔλεγεν ὃ ἱερεὺς ἤσαν ἄληθη καὶ δίκαια. Καὶ ἀπήντησεν ὡς ἕξης: «Ἅγιε γέροντα, ὅσα μου εἶπες τὰ ἄκουσα καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα μου πολλὲς φορές. Τὴν ἔβλεπα νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐπικαληται τὸν Θεόν, ποῦ καὶ ἐσὺ κηρύττεις. Τὸν παρακαλοῦσε θερμῶς νὰ μᾶς φωτίζη καὶ νὰ μᾶς βοηθῆ».
'Ἀφοῦ ηὐχαρίστησε ὃ Παντολέων, διὰ τὴν διαφώτισιν καο συμβουλὴν τὸν Ἔρμολαον ἔφυγε συνεχίσας τὸν δρόμον του. "Ὅμως ἐντυπωσιασθῆ ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Ἔρμολαου καὶ δὶ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ἤρχετο καὶ ἤκουε τὴν διδασκαλίαν του. Τοιουτοτρόπως ἢ πίστις τοῦ εἷς τὸν Χριστὸν ὀλίγον κατ' ὀλίγον ηὐξανε.
Μίαν ἥμεραν ἐνῶ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του, εὐρεν εἰς τὸν δρόμον ἕνα παιδὶ ποῦ τὸ ἔδαγκωσε φαρμακερὸ φίδι. Τὸ παιδὶ ἀπέθανε καὶ ἢ ἔχιδνα ποῦ τὸ ἔδαγκωσε ἐστεκε πλησίον του. Ὃ Παντολέων μόλις εἶδε τὸ συμβάν, ἔνεθυμηθή τους λόγους τοῦ Ἔρμολαου. Ἔσκεφθη λοιπὸν ὡς ἕξης: «ἐὰν ὃ Χριστὸς ἐκπλήρωση τὴν ἀπαίτησί μου ν' ἀναστηθῆ τὸ παιδί, καὶ νὰ θανατωθῆ τὸ φίδι δὲν χρειάζομαι ἄλλην διαπίστωσιν οὔτε ἄλλην ἀπόδειξιν τῶν πσῶν μὲ ἔδιδαξεν ὁ σεβάσμιος γέρων. Μάλιστα θὰ γίνω ἀμέσως Χριστιανός». 'Ἀφοῦ ἐκᾶμε προσευχήν, τὸ παιδὶ τὴν ἴδια ὥρα ἀνεστήθη σὰν νὰ εἶχε ξυπνήσει ἀπὸ βαθὺν ὕπνον. Ἢ ἔχιδνα ἔγινε κομμάτια καὶ ἔχαθη. Τότε ὃ Παντολέων ἐξ ὅλης της ψυχῆς καὶ καρδίας τοῦ ἐπιστευσεν εἷς τὸν Χριστόν. Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανὸν μὲ πολλὴν χαρὰν εὐχαρίστησε καὶ ἔδοξασε τὸν Κύριον, ποῦ τὸν ἔλυτρωσε ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῶν εἰδώλων, καὶ τὸν ὤδηγησεν εἷς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Ἔπειτα τρέχων, ἐπηγεν εἷς τὸν Ἔρμολαον καὶ τοῦ ἀνέφερε τὸ γεγονὸς καὶ μὲ μεγάλην χαρὰν τοῦ ἐζήτησε νὰ τὸν καταστήση τέλειον Χριστιανὸν διὰ τοῦ Ἅγιου
Βαπτίσματος. Ὃ Ἔρμολαος μὲ χαρὰν ἐδέχθη νὰ τὸν βάπτιση, ἐπειδὴ ἔγνωριζεν ὅτι τὸ μύρον τοῦ Ἄγ. Πνεύματος θὰ τὸ ἔβαζε εἷς ἔκλεκτον σῶμα. Ἀφοῦ τὸν βάπτισε τὸν ἐκοινώνησε τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος καὶ αἵματος καὶ τὸν ἐδίδαξε περὶ τῶν μυστηρίων τῆς ἀληθοῦς μας πίστεως.
Πλησίον του ἁγίου γέροντος ἔμεινεν ἑπτὰ ἡμέρας πληρούμενος χαρᾶς καὶ τρεφόμενος μὲ ἐκεῖνα τὰ μελίρρυτα λόγια. Τὴν ἄγδοην ἥμεραν ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν οἰκίαν του.
Ἀπὸ τότε ἐφρόντιζε μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐπιστρέψη τὸν πατέρα τοῦ εἷς τὴν ἀληθινὴν πίστιν. Δία τοῦτο μίαν ἥμεράν του εἶπε:«Διατὶ πατέρα, ὅσα εἴδωλα κατεσκευάσθησαν ὄρθια δὲν ἔκαθησαν ποτέ, καὶ ὅσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτὲ δὲν ἔσηκωθησαν;». Ὃ Εὔστοργιος δὲν ἠμπόρεσε ν' ἀπάντηση εἷς τὸν υἷόν του καὶ μάλιστα ἤρχισε ὀλίγον κατ' ὀλίγον νὰ ψυχραίνεται ἢ εὐλάβειά του πρὸς αὐτά, καὶ δὲν ἔθυσιαζε εἷς αὐτὰ συχνά, ὅπως πρίν.
Ὃ Παντολέων εὐχαριστοῦσε τὸν θεόν, διότι ἔβλεπε καὶ διεπίστωνε τὴν ἄλλαγήν του πατρός του καὶ παρακαλοῦσε ἀσταμάτητα τὸν Θεὸν νὰ τὸν φώτιση καὶ νὰ τὸν λύτρωση ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ .τὴν ἅγνοσιαν τὸ συντομώτερον. Ἔσκεπτετο νὰ σύντριψη τὰ εἴδωλα ποὺ εὔρισκοντο εἰς τὴν οἴκιάν του, ἂλλ' ὅμως δὲν ἤθελε νὰ λύπηση τὸν πατέρα του καὶ δὲν τὸ ἔκαμε. Ἔσκεφθη ὅτι θὰ ἦτο καλύτερον ὃ πατέρας του μὲ τὰ λόγια νὰ πιστέψη εἷς τὸν Χριστὸν καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπειθε, ὃ ἴδιος ὃ πατέρας του θὰ συνέτριβε τὰ εἴδωλα.Ὅπερ καὶ ἔγινε. Ὃ Θεὸς ἤκουσε τὴν προσευχὴν τοῦ δούλου Του καὶ οἰκονόμησε τὰ πράγματα μὲ κατάλληλον τρόπον, ὥστε νὰ φέρη εἷς τὴν εὐσέβειαν μὲ ἕνα θαῦμα τὸν Εὔστοργιον.
Θεραπεύει τὸν τυφλόν.
Θεραπεύει τὸν τυφλόν.
Εἰς τὴν οἴκιάν του Εὔστοργιου ἔφεραν ἕνα τυφλόν. Ἀφοῦ ἔκτυπησαν τὴν θύραν οἱ συγγενεῖς του τυφλοῦ ἤρωτησαν ἐὰν ἦτο μέσα ὁ ἰατρὸς Παντολέων. Μόλις ἤκουσε αὐτὸς ὅ,τι τὸν ἔκαλεσαν, ἔβγηκε μὲ τὸν πατέρα τοῦ ἔξω καὶ ἤρωτησαν τὸν τυφλὸν τί ἔζητουσε. Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:«"Ἄριστε ἰατρέ, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς τὸ φῶς μου, διότι δὲν ὑπάρχει εἰς τοὺς ἀνθρώπους γλυκύτερον πράγμα. Σὲ παρακαλῶ νὰ λυπηθῆς τὴν ταλαιπωρίαν καὶ τὴν συμφοράν μου καὶ νὰ μὲ ἐλέησης τὸν ἄθλιον. Διότι πολλοὶ ἰατροὶ ὕπεσχεθησαν νὰ μὲ θεραπεύσουν, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσαν. "Ἔχω μάλιστα ἔξοδευσει ὅλην τὴν περιουσίαν μου εἷς φάρμακα χωρὶς νὰ ἰδῶ καμμίαν ἀπολύτως ὠφέλειαν. Μάλιστα διεπίστωσα ὅτι καὶ τὸ ὀλίγον φῶς ποῦ εἶχα, τὸ ἔχασα, καὶ ἔμεινα ὄχι μόνον τυφλὸς ἀλλὰ καὶ φτωχὸς ὃ ἄθλιος».
Ὃ Παντολέων τοῦ εἶπε τότε: «Ἐπειδὴ ἔξωδευσες ὅλην τὴν περιουσίαν σου εἰς τοὺς ἄλλους ἴατρους καὶ δὲν εἶδες ὠφέλειαν, ἐὰν ἐγὼ σὲ θεραπεύσω τί θὰ μοῦ δόσης;» Καὶ ὃ τυφλὸς ἀπεκρίβη: «Σοὺ χαρίζω μετὰ χαρᾶς καὶ πρόθυμος ὅ,τι μου ἀπέμεινε ἀπὸ τὴν περιουσίαν». Τότε τoυ εἶπε: «Τοὺς μὲν ὀφθαλμούς σου θὰ θεραπεύση ὃ ἄληβης Θεός, διὰ μέσου μου, τὴν δὲ ἄμοιβην ποῦ μου ὕπεσχεθης θέλω νὰ τὴν διαμοίρασης εἷς τους πτωχούς». Ὃ Παντολέων βεβαίως ἔμιλησε ἔτσι ἐπειδὴ ἤλπιζε εἰς τὴν Χάριν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Χρίστου. Ὃ πατὴρ τοῦ ὅμως, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι θὰ τὸν θεραπεύση μὲ τὰ βότανα, τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης τὸν ἤμποδισε λέγων. «Ἀγαπημένε μου υἱέ, μὴν ἐπιχειρῆς κάτι ἀνώτερον ἀπὸ τὴν δύναμίν σου, μήπως καὶ ντροπιασθῆς ἂν ἀποτύχης. Τί ἄλλο μπορεῖς ἐσὺ νὰ πρόσφερες ἢ ἐπιτυχὴς περισσότερον ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους ἰατροὺς ποῦ δὲν κατώρθωσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη: «Οὐδεὶς ἄλλος δύναται νὰ τὸν θεραπεύση, πατέρα, ὅπως ἐγώ, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν μου μέχρις αὐτοὺς τοὺς ἰατροὺς ὑπάρχει μεγάλη διαφορά». Ὃ πατέρας τοῦ ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ διδασκάλου τοῦ Εὐφρόσυνού του εἶπε πάλιν: «Μὰ ἐγώ, παιδί μου, ἤκουσα πῶς αὐτὸν τὸν τυφλὸν τὸν ἐπῆγαν καὶ εἷς τὸν διδάσκαλόν σου καὶ τίποτα δὲν κατώρθωσε νὰ ἐπιτυχῆ». Ὃ Παντολέων εἶπε πρὸς τὸν πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα νὰ διαπίστωσης ὁλοφάνερα τὴν ἀλήθειάν μου». Καὶ μόλις ἔτελειωσε τὰ λόγια του αὐτά, ἅπλωσε τὸ δεξιό του χέρι καὶ ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἷς τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, ἐπικαλούμενος συγχρόνως καὶ τὸ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἴησου Χριστοῦ. Καί, ὢ τοῦ θαύματος!, ἀμέσως ἤνοιξαν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, καὶ ἀνέβλεψαν καὶ τὰ μάτια τοῦ σώματός του καὶ τῆς ψυχῆς του, διότι ἦτο εἰδωλολάτρης. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸ θαῦμα ποὺ τοῦ ἔγινε μὲ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χρίστου, ἀμέσως ἐπιστευσεν. Καὶ ὄχι μόνον ὃ πρώην τυφλὸς ἐπιστευσεν, ἀλλὰ καὶ ὃ πατέρας τοῦ Παντολέοντος, καὶ μεγαλοφώνως διεκήρυξαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἄληθεστατον. Ὃ "Ἅγιος Παντολέων ἔχαρη δοξάζων τὸν Κύριον καὶ τοὺς ἐπῆγε εἷς τὸν ἅγιον Ἔρμολαον, ὃ ὅποιος καὶ τοὺς ἔβαπτισε.
Ὃ Εὔστοργιος μόλις ἐπέστρεψεν εἷς τὴν οἴκιάν του συνέτριψε ὅλα τὰ εἴδωλα. "Ὕστερα ἂπ ὀλίγον καιρόν, ἀφοῦ ἔζησε ἐν μετάνοια, ἀπεδήμησε πρὸς Κύριον.
Ὁ Παντολέων ἐμοίρασε ὅλην τὴν περιουσίαν του, εἷς τους πτωχοὺς καὶ τοὺς φυλακισμένους. Ἤλευθερωσέ τους δούλους του, ἐφρόντισε διὰ τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀσθενεῖς καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἴατρευε ἀπὸ κάθε ἀσθένειαν, ἀλλὰ τοὺς ἔδινε καὶ ἀρκετὰ χρήματα διὰ νὰ ζήσουν.
Ἐξ αἰτίας τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ αὐτῶν, ἢ φήμη του καὶ τὸ δνομὰ τοῦ διεδόθη παντοῦ. Ὅσοι εἶχαν ἀσθενεῖς ἔζητουσαν, ἔκαλουσαν καὶ ἐπροτιμουσαν ἂπ' ὅλους τους ἰατροὺς τὸν Παντολέοντα. Αὐτὸς ἀφοῦ τοὺς ἐθεράπευε, δὲν ζητοῦσε πληρωμὴν παρὰ μόνον τοὺς ἔκαλουσε νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸν τὸν μόνον ἀληθῆ θεραπευτὴν τῶν σωματικῶν καὶ τῶν ψυχικῶν πόνων. Ἔτσι ὅσοι ἐπίστευαν εἷς τὸν Χριστὸν ἔθεραπευοντο διπλά, λαμβάνοντες τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὕνειάν του σώματος.
Φθονοῦν καὶ συκοφαντοῦν τὸν ἅγιον εἰς τὸν βασιλέα.
Οἳ ἰατροὶ τῆς πόλεως, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Παντολέων τελεῖ τόσα ἀξιοθαύμαστα πράγματα, τὸν ἐφθόνησαν.
Μίαν ἥμεραν ἐνῶ ἔκαθοντο εἷς τὴν ἄγοραν, εἶδαν τὸν πρώην τυφλὸν ποῦ ἐπερνουσε ἀπὸ ἐκεῖ. Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδαν ὑγιῆ ἔσυγχυσθησαν καὶ ἔλεγαν μετοοξὺ τῶν: «Μὰ δὲν εἶναι αὐτὸς ποῦ δοκιμάσαμε μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ τὸν βεραπεύσωμεν καὶ τίποτα δὲν ἐπετύχαμεν;» Καὶ τὸν ἤρωτησαν, καὶ ἔμαθαν ὅτι τὸν ἐθεράπευσε ὃ Παντολέων. Καὶ ἔθαυμασαν λέγοντες: «Ὅπως εἶναι ὃ διδάσκαλος σπουδαῖος, ἔτσι ἀνέδειξε καὶ τὸν μαθητὴν τοῦ ἀξιοθαύμαστον». Πλὴν ὅμως ἀπὸ τότε ἐφθόνησαν περισσότερον τὸν ἅγιον καὶ ἔζητουσαν αἴτιαν νὰ τὸν συκοφαντήσουν εἰς τὸν βασιλέα.
Εὔρηκαν λοιπὸν ἕνα χριστιανὸν ὁμολογητὴν ποῦ ἔτιμωρησε ὃ ἄσεβης Μαξιμιανός, ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του, καὶ τὸν ὅποιον περιέθαλπε καὶ ἔφροντιζεν ὃ Παντολέων. Ἔτρεξαν λοιπὸν χωρὶς χρονοτριβὴν καὶ εἶπαν εἷς τὸν βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ὅτι ὃ Παντολέων, τὸν ὅποιον ἀγαπᾶς τόσον καὶ ἔχει σπουδάσει,. ὥστε νὰ γίνη τέλειος ἰατρός, διὰ νὰ τὸν ἔχης διὰ βοήθειαν εἷς καιρὸν ἄναγκης, τώρα οὔτε τὴν μεγάλη δύναμιν καὶ ἐξουσίαν τῆς βασιλείας σου φοβεῖται, οὔτε τὸν ἐνδιαφέρει ἡ φιλία καὶ ἢ ἀγάπη τῆς βασιλείας σου. Περιέρχεται καὶ εὑρίσκει καὶ θεραπεύει αὐτοὺς ποὺ τιμωρεῖ τόσον δικαιολογημένα ἢ βασιλεία σου καὶ ποῦ εἶναι ἐχθροὶ τῶν θεῶν σου. Ἄλλα δὲν ἀρκεῖ μόνον ὅτι ἤρνηθη τὴν πατρικήν του θρησκεία, καὶ πιστεύει εἷς τὸν Ἐσταυρωμένον, ἄλλα δίδασκει καὶ ἄλλους Ἕλληνας, ὅσους μπορεῖ, διὰ νὰ τοὺς κάνη χριστιανούς. Ἐμεῖς λοιπὸν οἱ δοῦλοι σου, ὡς πιστοὶ ποὺ εἴμεθα τῆς βασιλείας σου, σοὺ προτείναμε νὰ τὸν βγάλης ἀπὸ τὸ μέσον τὸ συντομώτερον. Διότι ὑστέρα θὰ λυπηθῆς ὅταν ἴδης τοὺς Ἕλληνας (εἴδωλολατρας) ν' ἀρνοῦνται τοὺς θεούς, καὶ νὰ γίνονται χριστιανοὶ μὲ τὰς εὐεργεσίας του, καὶ μάλιστα τὰς θεραπείας τοῦ Ἀσκληπιοῦ νὰ διαδίδουν ὅτι τὰς τελεῖ ὃ Χριστός. Ἂν θέλης νὰ μάθη ς τὴν ἀλήθειαν τῶν ὅσων εἴπαμε, πρόσταξε νὰ ἔλθη ἐδῶ ὃ τυφλὸς ποῦ ἴατρευσε ὃ Παντολέων νὰ τ' ἀκούσης καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιον».
Ὃ βασιλεὺς μόλις ἤκουσε αὐτᾶς τὰς πληροφορίας ἔλυπηθη καὶ διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὸν πρώην τυφλόν. Πράγματι ὤδηγηθη ἐνώπιόν του, καὶ ὃ βασιλεὺς τὸν ἤρωτησε μὲ ποῖον τρόπον τὸν ἐθεράπευσε ὃ Παντολέων καὶ ἐκεῖνος ὤμολογησε τὴν ἀλήθειαν χωρὶς φόβον ἢ δειλίαν λέγων: «Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χρίστου μὲ ἰάτρευσεν καὶ τὸ ἔκπληκτικωτερον εἶναι ὅτι προτοῦ τελείωση τοὺς λόγους του, τὰ μάτια μου ἤνοιξαν καὶ ἔτσι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῆ ὅτι μ' ἐθεράπευσε μὲ τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην». Ὁ βασιλεὺς τότε τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ λοιπὸν τί παραδέχεσαι δὶ' αὐτὸ τὸ θέμα. Ὃ Χριστὸς σ' «θεράπευσε ἢ οἱ θεοί;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη: «Ἂς ἔξετασωμεν τὴν ὑπόθεσιν καλῶς καὶ θ" ἀποδειχθῆ ἢ ἀλήθεια. Βλέπεις τοὺς ἰατροὺς αὐτοὺς ποῦ προσεπάθησαν νὰ μὲ ἴατρευσουν; Ὅμως παρ' ὅλον ὅτι εὔηργετηθησαν ἀπὸ ἔμε, καὶ ἔξωδευσα ὅλην μου τὴν περιουσίοα εἰς τὰ φάρμακα, τίποτα δὲν μὲ ὠφέλησαν, μᾶλλον μέβλαψαν, διότι μου ἄφηρεσαν καὶ τὸ ὀλίγον φῶς ποῦ εἶχα. Ποῖον λοιπὸν πρέπει νὰ ὀνομάσω ἰατρὸν καὶ βοηθόν μου; Τὸν Ἀσκληπιὸν ποῦ ἐπικαλοῦνται εἰς βοηθέιαν αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἰατροὶ καὶ τίποτα δὲν μοῦ προσέφεραν ἢ τὸν Χριστὸν ποῦ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ μόνον ὃ Παντολέων μου ἐχάρισε τὸ φῶς ποῦ λαχταροῦσα; Τὴν ἀπάντησιν, βασιλεύς, τὴν ξέρει καὶ ἕνας τυφλὸς καὶ ἀγράμματος». Ὃ βασιλεὺς μὴ γνωρίζων τί ν' ἀποκριθῆ εἰς τὸν πρώην τυφλὸν εἶπεν. «Μήπως εἶσαι ἀνόητος ἄνθρωπε; Οὔτε καν ν' ἀναφέρης ὅτι ὃ Χριστὸς σὲ ἰάτρευσε. Οἱ θεοί σου ἔδωσαν τὸ φῶς καὶ αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερον». Τότε ὃ ἄλλοτε τυφλός, φωτισμένος εἰς τὴν ψυχὴν περισσότερον παρὰ εἰς τὸ σῶμα δὲν ἔφοβηθη τὴν βασιλικὴ ἐξουσίαν οὔτε τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως. Ἔσκεφθη ὅτι θὰ ἔτιμωρειτο, ἀλλὰ μέ, μεγάλο θάρρος εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα: «Σὺ βασιλεῦ εἶσαι ἀνόητος ποῦ ἰσχυρίζεσαι ὅτι οἱ ψεύτικοι καὶ ἀναίσθητοι θεοί σου μοῦ ἔδωσαν τὸ φῶς. Εἶσαι τόσον πολὺ τυφλὸς ὅπως καὶ αὐτοὶ ἐδῶ καὶ ·δὲν ἠμπορεῖς νὰ δὶ-ἀκρίνης τὴν ἀλήθειαν ποὺ λάμπει περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον».
Ὃ τύραννος βασιλεὺς ὅταν ἤκουσε αὐτὰ ἔβεβαιωθη ὅτι ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ ἰατροὶ ἤσαν ἀληθῆ. Ἀμέσως διέταξε καὶ ἀπεκεφάλισαν τὸν εὐτυχῆ, ἄλλοτε τυφλὸν ποῦ ἦτο φίλος του Χρίστου, συνήγορος τῆς ἀληθείας, μάρτυς ἄψευδης, ὃ ὁποῖος ἔθυσιασθη διὰ τὸν Χριστὸν ποῦ τὸν ἐθεράπευσε καὶ ἐμαρτύρησε διὰ τὴν ἄγαπήν Του.
Ὃ ἅγιος ἤγορασε μυστικῶς τὸ τίμιον λείψανόν του καὶ τὸ ἔνεταφιασε ἐκεῖ ὁπού ἔθαψε τὸν πατέρα του.
Μαρτύριον καὶ θαύματα τὸν ἅγιου.
Ὃ βασιλεὺς εἰδοποίησε τὸν Παντολέοντα νὰ πάη νὰ τὸν συναντήση. Ὁ ἅγιος ἐνῶ ἐπήγαινε πρὸς αὐτὸν προσηύχετο λέγων: «Ὃ θεὸς τὴν αἴνεσίν μου μὴ παρασιώπησης» καὶ τὴν συνέχειαν τοῦ ψαλμοῦ. "Ὅταν ἐφθασεν εἰς τὸ παλάτι καὶ πὰρουσιάσθη ἐνώπιόν του βασιλέως, τοῦ εἶπε ὃ βασιλεύς: «Ἠκοῦσα μερικὰ λόγια γιὰ σένα, Παντολέον, Ἐπιβαρυντικά. Δηλαδὴ ὅτι ὑβρίζεις, καὶ περιφρονεῖς τὸν Ἀσκληπιὸν καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἄκουσα ὅτι πιστεύεις εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἰσχυρίζεσαι ὅτι μόνον αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς θεὸς καὶ τρέφεις ἐλπίδα εἷς αὐτὸν ποῦ εὑρὲ τόσον ἀτιμωτικὸν θάνατον. Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σὲ ἀγαπῶ καὶ ἔδωσα ἔντολας εἷς τὸν διδάσκαλόν σου νὰ σὲ διδάξει ὅσον τὸ δυνατὸν καλύτερον τὴν ἐπιστήμην σου διὰ νὰ σ' ἐγκαταστήσω εἷς τὸ παλάτι μου. Βέβαια γνωρίζαμεν ὅτι πολλοὶ ἐξ αἴτιας τοῦ φθόνου τῶν διαδίδουν καὶ ψέματα. Δὶ αὐτὸ καὶ σὲ προσεκάλεσα νὰ κάμης θυσίαν εἷς τους θεούς, διὰ νὰ μάθωμεν τὴν ἀλήθειαν». Ὃ ἅγιος ἀπεκρίθη: «Τὰ ἔργα εἶναι ἀξιοτέρα, ὢ βασιλεῦ, παρὰ τὰ λόγια ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν. Ἐὰν ἔρευνωμεν καὶ ἔξεταζωμεν τὰ μικρὰ καὶ τόσον ἀσήμαντα πράγματα ἐὰν εἶναι ἀληθινὰ καὶ γνήσια, πολὺ περισσότερον ἐπιβάλλεται νὰ ἔξεταζωμεν μὲ μεγάλην προσοχὴν ὅσα ἄφορουν τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὴ ζημιωθῶμεν. Διότι ἡ εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι τὸ ὑψηλότερον ὅλων τῶν πραγμάτων. Ὃ Θεὸς λοιπὸν ποῦ ἐγὼ προσκυνῶ καὶ σέβομαι, ἐδημιούργησε τὸν οὔρανον, τὴν θάλασσαν, τὴν γῆν καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Αὐτὸς ἀνέστησε νεκρούς, ἔφωτισε τυφλούς, ἔκαθα-ρισε λεπρούς, ἐσήκωσε παραλύτους καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θαύματα τὰ ἔκαμε μόνον μὲ τὸν λόγον καὶ τὴν διαταγήν.
Οἱ θεοὶ ποῦ προσκυνοῦν οἱ Ἕλληνες (εἴδωλολατραι) δὲν γνωρίζω ἐὰν ἔκαμαν ποτὲ τέτοια ἔργα ἢ ἐὰν ἠμποροῦν νὰ κάμουν. Ἐὰν ἀσφαλῶς ἐπιθυμῆς, βασιλεῦ, ἂς δοκιμάσωμεν τώρα, διὰ νὰ μάθης τὴν ἀλήθειαν. Δῶσε διαταγὴν νὰ φέρουν ἐδῶ ἕνα ἀσθενῆ ποῦ νὰ πάσχη ἀπὸ ἀθεράπευτον ἀσθένειαν καὶ ἂς προσέλθουν οἱ ἱερεῖς σας νὰ παρακαλέσουν τοὺς θεοὺς τῶν, ὅσον θέλουν, διὰ νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ἔπειτα νὰ παρακαλέσω καὶ ἐγὼ τὸν Θεόν μου, μὲ τ' ὄνομα τοῦ ὁποίου θὰ ἰατρευθει ὃ ἀσθενής. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Θεὸν πρέπει ν' ὄνομαζωμεν ἀληθινὸν καὶ τοὺς ὑπόλοιπους θὰ τοὺς περιφρονήσουμε». Οἱ λόγοι τοῦ Παντολέοντος ἄρεσαν εἷς τὸν βασιλέα, καὶ ἀφοῦ ἔδωσε ἔντολην, ἔφεραν ἕνα παράλυτον καθισμένον εἷς τὸ κρεββατί τοῦ, ὃ ὅποιος δὲν ἠμποροῦσε νὰ κινηθῆ καθόλου. Οἱ ἵερεις τῶν εἴδωλων ἔκαμαν τὴν ἀνόσιαν δέησιν τῶν, ἐπικαλούμενοι ἐπὶ πολλὴν ὥραν τοὺς ἀναίσθητους θεοὺς τῶν. Αὐτοὶ ὡς κωφοὶ καὶ ἄλαλοι δὲν εἴσηκουσαν. Καὶ ὃ ἅγιος τους ἔχλευασε ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀγνοίας τῶν. Ὅταν τελικῶς διεπίστωσαν ὅτι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κατορθώσουν τίποτα, εἶπαν πρὸς τὸν ἅγιον νὰ ἐπικαλεσθῆ τὸν Θεόν του. Τότε ὃ Παντολέων ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ ὅλην τὴν διάνοιάν του πρὸς τὸν οὔρανον, καὶ εἶπε. «Κύριε, εἴσακουσόν της προσευχῆς μου καὶ ἢ κραυγή μου πρὸς σὲ ἔλθετω. Μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπόν σου ἂπ' ἔμου. Ἐν ἢ ἂν ἥμερα ἐπικαλέσωμαι σέ, ταχὺ ἔπακουσον μέ. Δεῖξον Δέσποτα εἷς αὐτοὺς ποῦ δὲν σὲ γνωρίζουν, ὅτι σὺ εἶσαι ὃ μόνος Θεὸς ὃ ἀληθὴς καὶ ὃ παντοδύναμος». Ἔτσι εἶπε καὶ ἀφοῦ ἐπίασε τὰ χέρια τοῦ παραλύτου εἶπε: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Χρίστου, ὃ ὅποιος ἀνορθώνει τοὺς καταπληγωμένους καὶ κτυπημένους, σήκω καὶ περιπατεῖ». Τότε ἀμέσως ὃ λόγος ἔγινεν ἔργον. Καὶ ὃ ἀσθενὴς ἔσηκωθη καὶ περιεπάτησε μὲ μεγάλην προθυμίαν καὶ ἀγαλλίασιν. "Ὅταν εἶδαν οἱ εἴδωλολατραι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐξεπλάγησαν, καὶ πολλοὶ ἤρνηθησαν τὰ εἴδωλα, καὶ ἐπίστευσαν εἷς τὸν ἀληθινὸν θεόν. Οἱ βδελυροὶ ὅμως Ἱερεῖς ἔξηκολουθησαν νὰ παραμένουν ὄιπιστοι. Καὶ ἀφοῦ προσῆλθαν εἰς τὸν βασιλέα τοῦ εἶπαν. «Σὲ ὅρκιζομεν εἷς τους ἀθανάτους θεούς μας νὰ μὴν ἄφησης πλέον τὸν Παντολέοντα νὰ ζήση οὔτε μίαν ὥραν, διότι θὰ ἐξαφάνιση τὴν θρησκείαν μας καὶ οἱ χριστιανοὶ θὰ γίνουν ἰσχυροὶ καὶ θὰ στραφοῦν ἐναντίον μας. .«Ὃ βασιλεὺς ὅταν τοὺς ἤκουσε, ἔκαλεσε πάλιν τὸν ἅγιον καὶ ἴδοκιμασε νὰ τὸν παραπλάνηση μὲ κολακευτικὰ λόγια, μήπως τὸν πείση καὶ συμφωνήση μαζί του. Ἀφοῦ τίποτα ὅμως δὲν κατώρθωσε οὔτε μὲ τὰς κολακείας οὔτε μὲ τὰς ἀπειλᾶς νὰ τὸν πείση, ἤρχισε νὰ τὸν τιμωρὴ μὲ διάφορα βασανιστικὰ μέσα. Κατ' ἀρχὴν τὸν ἐκρέμασαν εἰς ἕνα ξύλον καὶ τὸν ἔξεσχισαν μὲ σιδερένια νύχια. Ἔπειτα κατέκαυσαν τὰς πλευρᾶς του, καὶ τὰ ὑπόλοιπα εὐαίσθητα μέλη του.
Ἀλλὰ ἐνῶ τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου καὶ Μάρτυρος μέ· αὐτοὺς τοὺς τρόπους ἔτιμωρειτο, ὃ νοῦς τοῦ ἦτο ἔστραμμενος πρὸς ἐκεῖνον ποῦ ἤμπορουσε νὰ τοῦ παράσχη βοήθεια. Τὰ μάτια τοῦ ἤσαν γυρισμένα πρὸς τὸν οὔρανον καὶ μὲ θερμὴν πίστιν προσήυχετο' εἰς τὸν Κύριον νοερως. Καὶ ὃ Κύριος εἴσηκουσε τὴν προσευχήν του, καὶ ἔφθασε κατ' ἔκεινην τὴν στιγμὴν μπροστά του μὲ τὴν μορφὴν τοῦ Ἔρμολαου καὶ τοῦ εἶπε, καθὼς εἶναι πατὴρ γνήσιος καὶ φιλόστοργος: «Μὴ φοβῆσαι, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου, βοηθός σου, εἷς ὅσα θὰ ὑποφέρης δὶ ἐμέ». Καὶ ἀμέσως τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν παρέλυσαν, αἳ λαμπάδες ἔσβησθησαν, καὶ αἳ πληγαι τοῦ ἁγίου ἔθεραπευθησαν. Ὃ βασιλεὺς ἐντροπιασθῆ μόλις εἶδε τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ ἀφοῦ διέταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλον εἶπε πρὸς τὸν ἅγιον: «Μὲ ποῖον τέχνην καὶ μαγείαν ἔχανες τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν νὰ παραλύσουν καὶ τὰς λαμπάδας νὰ σβήσουν;» Καὶ ἀπεκρίθη: «Ἢ τέχνη καὶ ἢ μαγεία μου εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ ἀγαπῶ καὶ ὁ ὅποιος εὑρίσκεται πλησίον μου καὶ τελεῖ τὰ θαύματα». Ὃ Μαξιμιανὸς τότε τοῦ εἶπε: «Ἂλλ ἐὰν σὲ βάλω σὲ χειρότερα καὶ σκληρότερα βασανιστήρια τί θὰ γίνης;» Καὶ ὃ "Ἅγιος ἀπήντησε: «Τότε θὰ λάβω καὶ ἐγὼ μεγαλυτέραν βοήθειαν ἀπὸ τὸν Χριστόν μου».
Διέταζε λοιπὸν ὃ Μαξιμιανὸς καο ἐγέμισαν μὲ μολύβι ἕνα δοχεῖον μεγάλο καὶ ἀφοῦ τὸ ἔβρασαν πολὺ ἔβαλαν μέσα τὸν ἅγιον. Καὶ πάλιν προσηυχετο καὶ ἐπεκοίλειτο τὴν βοηθέιαν τοῦ Κυρίου λέγων. «Εἰσάκουσον ὃ Θεὸς τῆς φωνῆς μου. Ἐν τῷ δέεσθαι μὲ πρὸς σὲ ἀπὸ φόβου ἔχθρου ἐξελου τὴν ψυχήν μου» καὶ ἔσυνεχιζε τὸν ψαλμόν.
Καὶ πάλιν παρουσιάσθη ὃ Κύριος μὲ τὴν μορφὴν τοῦ Ἔρμολαου καὶ εἰσῆλθε εἰς τὸ μεγάλο δοχεϊον καὶ ἀμέσως ἢ φωτιὰ ποῦ τὸ ἔβραζε ἔσβησε καὶ ὃ μόλυβδος ἔκρυωσε. Ὃ Ἅγιος συνέχισε νὰ ψάλλει τὸ «Ἐγὼ πρὸς Θεὸν ἔκεκραξα καί εἴσηκουσέ μου».
"Ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ ἐξεπλάγησαν καί ἀπόρησαν διὰ τὸ παράξενον γεγονός.
Ὃ βασιλεὺς πωρωμένος καί ἀναίσθητος καθὼς ἠτο, δὲν ἀντελήφθη ὅτι τὰ θαύματα αὐτὰ ἔτελουντὸ ἀπὸ τὸν ἴσχυρον καὶ ἄληθιναν, Θεόν. Ἀλλὰ τὰ ἐθεωροῦσε ὡς μαντικᾶς ἐπιτυχίας. Ἔσυλλογιζετο λοιπὸν μὲ ποῖον ἄλλο βασανιστήριον θὰ ἠμποροῦσε νὰ καταβολὴ τὸν ἀήττητον Μάρτυρα. Ἀφοῦ μάλιστα συνεβουλεύθη τοὺς ἄρχοντάς του, διέταζε νὰ δέσουν εἷς τὸν λαιμὸν τοῦ ἁγίου ἕνα μεγάλο λίθον καὶ νὰ τὸν ρίψουν εἷς τὴν θάλασσαν. Οἱ στρατιωται ἔτρεξαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν διαταγήν. Καὶ ὃ Θεὸς πάλιν ἐφρόντισε νὰ διαφύλαξη καί βοηθήση τὸν δοῦλον Του ποῦ ἔκινδυνευε χάριν Αὐτοῦ. Μόλις τὸν ἔρριψαν εἷς τὴν θάλασσαν ἐπενέβη ὃ Χριστός· καθὼς φαίνεται καὶ Ἔκαμε τὴν βαρειὰν ἔκεινην πέτρα ποῦ εἶχε εἷς τὸν λαιμὸν τοῦ ἔλαφροτεραν καὶ ἀπὸ τὸ φύλλον τοῦ δένδρου καὶ ἔπλεε εἷς τὴν θάλασσαν. Ὁ Ἅγιος περιεπάτησε ἐπάνω εἰς τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης, ὅπως ἄλλοτε ὃ πρωτόθρονος Πέτρος, καὶ ἔβγηκε εἷς τὸν αἰγιαλὸν σῶος καὶ ἀβλαβής. Ὃ βασιλεὺς ὅταν τὸν εἶδεν εἷς τὴν ξηρὰν ἔθαυμασε καὶ τοῦ εἶπε: «Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ βλέπω, Παντολέον; Ἐξουσιάζεις διὰ τῆς μαγείας σου καὶ τὴν θάλασσαν;» Καί ὃ ἅγιος ἀπεκρίθη : «Ἢ διαταγὴ Ἐκείνου ποὺ τὴν ἐξουσιάζει ἔκανε αὐτὸ ποὺ βλέπεις. Πρέπει νὰ ξέρης ὅτι ἢ γῆ, ἢ θάλασσα καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα ὑπακούουν καὶ ὑποτάσσονται εἰς τὸν Θεὸν περισσότερον ἂπ' ὅ,τι ὑπακούσουν εἰς σὲ οἳ ὑπηρέται σου».
Ἢ σκληρὴ καὶ πωρωμένη καρδιὰ τοῦ βασιλέως δὲν ἄλλαξε καθόλου. Παρ' ὅλον ὅτι εἶδε τόσα καὶ τόσα θαύματα ὃ ἀσυνείδητος, διέταξε νὰ συγκεντρώσουν ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γής. "Ἔπειτα θέλων νὰ δείξη ὅτι λυπᾶται δῆθεν τὸν ἅγιον, καὶ διὰ νὰ τὸν φοβίση τοῦ εἶπε. «Βλέπεις αὐτὰ τὰ θηρία; Δία τὸν χαμόν σου τὰ ἔφεραν. Λυπήσου λοιπὸν τὸν ἑαυτόν σου. Ἐγὼ λυπᾶμαι τὴν νεότητα καὶ ὡραιότητά σου, μάρτυρές μου οἱ θεοί. Σὲ συμβουλεύω ὅπως ὃ πατέρας, νὰ προτίμησης ὡς λογικὸς τὸ συμφέρον σου, διὰ νὰ μὴν ἀποθάνης πρόωρα μὲ τέτοιον πικρὸν θάνατον καὶ νὰ στερηθῆς τὴν γλυκυτάτην καί, τόσον ποθητὴν ζωήν». Ὁ ἅγιος ἀπεκριθη τότε: «Ἐὰν δὲν σὲ ὑπήκουσα προηγουμένως, πῶς ἐλπίζεις νὰ σὲ ἀκούσω τώρα ποῦ εἶδα τόσην βοήθειαν ἀπὸ τὸν Θεόν μου; Οὔτε καν νὰ τὸ σκεφθῆς λοιπὸν ὅτι θὰ κάμω ποτὲ θυσίαν εἷς τους δαίμονας. Διατὶ μὲ ἀπειλεῖς μὲ τὰ θηρία σου; Ἐκεῖνος ποῦ παρέλυσε τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν σου, καὶ ἔπαγωσε τὸν βραστὸν μόλυβον καὶ ἔξηρανεν τὴν θάλασσαν, θὰ κάμη καὶ τὰ φοβερά σου θηρία ἥμερωτερα ἀπὸ τὰ πρόβατα».
Ὃ ἅγιος δὲν ἐπείσθη ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ προσκυνήση τὰ εἴδωλα καὶ προτίμησε νὰ ριφθῆ εἰς τὰ ἄγρια θηρία. Ὃ βασιλεὺς ὅμως ἐπέμενε καὶ μάλιστα τοῦ ἔδωσε προθεσμίαν τρεῖς ἡμέρας διὰ νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ θυσιάση εἰς τὰ εἴδωλα. Διαφορετικὰ θὰ ἔκτελειτο ἢ διαταγή του καὶ ὁ ἅγιος θὰ ἔρριπτετο εἰς τὰ θηρία, διὰ νὰ τὸν κατασπαράξουν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διεδόθη εἰς ὁλόκληρον τὴν πόλιν. "Ὅλοι ἔτρεξαν διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν ὡραιότατον καὶ εὐγενῆ νέον ποῦ προετίμησε νὰ ριφθῆ εἰς τὰ θηρία παρὰ νὰ θυσιάση εἰς τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα.
Συνεκεντρώθη λοιπὸν μεγάλο πλῆθος εἰς τὸ θέατρον καὶ ὁ βασιλεὺς ἔκαθισε εἰς ὕψηλην ἔξεδραν. Ἔδωσε τὴν διαταγήν, καὶ ἀμέσως οἱ ὑπηρέται ἔσυραν τὸν ἅγιον διὰ νὰ τὸν ρίξουν εἰς τὰ ἄγρια θηρία. Ὃ ἅγιος μὲ τόλμην καὶ θάρρος ἐπροχώρησε, ἐπειδὴ εἶχε προστάτην καὶ βοηθὸν τὸν Χριστόν.
Οἳ ὑπηρέται ἔρριξαν τὸν ἅγιον εἰς τὸν τόπον ποὺ τοὺς ὤρισαν, καὶ ἀπελευθέρωσαν ὅλα τὰ θηρία. Ὅλοι ἐπερίμεναν νὰ ἰδοῦν τὸν Παντολέοντα νὰ κατασπαράσσεται καὶ νὰ καταβροχθίζεται ἀπὸ τὰ πεινασμένα καὶ ἄγρια θηρία. Ἢ κακία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων εἶχε ξεπεράσει καὶ τὴν ἀγνωσίαν τῶν ἀλόγων ζώων, διότι δὲν ἐπροσκυνουσαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἔτιμωρουσαν," ὅσους ἐπίστευαν εἰς Αὐτόν, μὲ ἀγριότητες καὶ ὠμότητες. Καὶ ὃ Θεὸς ποῦ μετατρέπει τὰ πάντα ὅπως θέλει, οἰκονόμησε καὶ ἐδῶ οὕτως ὥστε νὰ φανοῦν τὰ θηρία ἤρεμα, καὶ νὰ γίνουν ὅπως τὰ λογικὰ ὀντά, καὶ μιμηθοῦν τὴν ἡμερότητα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ γίνουν ἀκόμη φανεροὶ μάρτυρες τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.
Τὰ θηρία ἐπλησίασαν τὸν ἅγιον ὡσὰν λογικὰ δημιουργήματα μὲ πολλὴν εὐλάβειαν, ἔκινουσαν τὴν οὔραν τῶν καὶ ἔγλειφαν τὰ πόδια του, συναγωνιζόμενα ποῖον θὰ ἐπήγαινε μπροστά του νὰ τὸν κολακεύση καὶ νὰ τὸν προσκύνηση. Καὶ τὸ κάθε θηρίον δὲν ἔφευγε ἀπὸ κοντὰ τοῦ ἐὰν δὲν ἅπλωνε τὸ χέρι τοῦ διὰ νὰ τὸ εὐλόγηση.
Τὸ πλῆθος σὰν εἴθε αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐξεπλάγη. "Ὅλοι μ ἕνα στόμα ἐφώναζαν «Μέγας καὶ ἀψευδὴς ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἂς ἀφέθη ὁ δίκαιος».
"Ὅταν ὃ ἀσύνετος βασιλεὺς εἶδε ὅτι τὰ θηρία ἤρνηθησαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν προσταγὴν τοῦ ὤργισθη τόσον πολύ, ὥστε διέταξε νὰ τὰ σκοτώσουν. Ἐπὶ πολλᾶς ἡμέρας ἔκοιτοντο σκοτωμένα, χωρὶς νὰ πλησίαση κανένα πτηνὸν ἀπὸ τὰ σαρκοφάγα γιὰ νὰ τὰ φάνε. Καὶ αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ τὸν Θεὸν εἷς ἔνδειξιν τιμῆς πρὸς τὸν Ἅγιον, διὰ νὰ ἐπιστρέψουν καὶ ἄλλοι εἷς τὴν εὐσέβειαν. Κατόπιν ὃ βασιλεὺς ἔστειλε ἀνθρώπους καὶ τὰ ἔθαψαν. "Ὕστερα διέταξε νὰ κατασκευασθῆ ἕνας τροχὸς καὶ ἀφοῦ τὸν τοποθετήσουν εἷς χῶρον ὕψηλον νὰ δέσουν τὸν ἅγιον καὶ μετὰ νὰ κυλήσουν τὸν τροχὸν πρὸς τὸν κατήφορον, διὰ νὰ λειώση τὸν Μάρτυρα. Αὐτὸ βέβαια τὸ εἰσηγήθησαν εἷς τὸν βασιλέα μερικοὶ τεχνιται ἔφευρεταί της κακίας καὶ εἰδικοὶ εἷς τὸ νὰ βλάπτουν τοὺς ἄλλους.
Ἂλλ' ὃ φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης τῶν πιστῶν δούλων Του, ἐπενέβη πάλιν εἷς τὴν κατάλληλον στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἄφηναν τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον τροχὸν νὰ κυλήση μαζὶ μὲ τὸν Μάρτυρα ποὺ ἠτο δεμένος εἷς αὐτόν. Τὸ φρικτὸ θέαμα ἔτρεξαν νὰ τὸ ἴδουν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως.
"Ἄφησαν λοιπὸν τὸν τροχὸν νὰ κυλήση οἱ ὑπεύθυνοι. Τότε πρὸς ἔκπληξιν ὅλων, τὰ δεσμὰ ἐλύθησαν καὶ ὃ τροχὸς ἔφυγε μόνος του καὶ ἐπλήγωσε καὶ ἔθανατωσε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Ὃ "Ἅγιος ἔστεκε σῶος δοξάζων καὶ εὔλογων τὸν Θέον. Ὃ βασιλεὺς ποῦ ἐξεπλάγη βλέπων τὰ ὅσα συνέβησαν ἔκαλεσε τὸν Παντολέοντα καὶ τοῦ εἶπε: «Ἕως πότε θὰ κάνης τέτοια ὑπερφυσικὰ πράγματα καὶ ἄλλους μὲν ἀνθρώπους τῆς βασιλείας μου νὰ θανατώνης καὶ ἄλλους νὰ τοὺς κάνης ἐχθροὺς τῶν θεῶν
καὶ τῆς βασιλείας μου; Εἶπε μας ἀπὸ ποῦ ἔδιδαχθης τὸν Χριστιανισμόν;» Καὶ ὁ ἅγιος ὤμολογησε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔφανερωσε τὸν ἅγιον Ἔρμολαον, ἐπειδὴ ἐκρινεν ὅτι ἕνας τέτοιος θησαυρὸς δὲν ἔπρεπε νὰ μείνη κρυμμένος, ἄλλα ἔπρεπε νὰ φανερωθῆ, διὰ νὰ ὠφελήση πολλούς.
"Ἔδωσε διάταγην ὁ Μαξιμιανὸς νὰ τοὺς δείξη ὃ Παντολέων τὸν τόπον ὁπού διέμενε ὃ Ἔρμολαος. Καὶ ὃ ἅγιος ὑπήκουσε μετὰ χαρᾶς, ἐπειδὴ ἔγνωριζεν ὅτι ὁ Ἔρμολαος θὰ ἔφερνε μὲ τὸ μέρος του καὶ ἄλλους εἷς τὴν εὐσέβειαν. Ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὃ ἅγιος Ἔρμολαος διέθετε ὥραιον λόγον καὶ σύνεσιν καὶ ἦτο ἱκανὸς νὰ ἕλκυση καο νὰ διδάξη τοὺς βαρβάρους, ὅπως πιστεύσουν εἷς τὸν ἀληθινὸν Θεόν.
Συνοδευόμενος λοιπὸν ὃ ἅγιος Παντολέων ἀπὸ τρεῖς στρατίωτας ποὺ τὸν ἐφρουροῦσαν, ἔφθασε εἷς τὴν οἴκιαν ὁπού ἔκρυπτετο ὃ Ἔρμολαος. Ἔκτοπησε τὴν θύραν, καὶ ἔβγηκεν ἔξω ὃ ἅγιος Ἔρμολαος, ὃ ὁποῖος εἶπε εἷς τὸν Παντολέοντα. «Πῶς ἦλθες μέχρις ἐδῶ τέκνον μου;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Σὲ καλεῖ ὃ βασιλεύς, κύριέ μου, καὶ θέλει νὰ πᾶς πρὸς αὖτον». Καὶ ὃ Ἔρμολαος πάλιν εἶπε: «Ἐγὼ τὸ ξέρω, ὅτι ἐπλησίασεν ἢ ὥρα μου ναποθάνω, διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χρίστου μου, ἐπειδή μου τὸ ἔφανερωσε καὶ μοῦ τὸ ἀπεκάλυψε μὲ δράμα ποῦ εἶδα αὐτὴν τὴν νύκτα».
Οἱ στρατιῶται συνέλαβαν τὸν 'Ἐρμόλαον καὶ ἄλλους δύο χριστιανοὺς ποῦ εὔρισκοντο μαζί του. Ὅταν ὤδηγηθη ἐνώπιόν του βασιλέως καὶ ἤρωτηθη πῶς ὤνομαζετο καὶ ἐὰν εἶχε μαζί του καὶ ἄλλους .χριστιανοὺς ὃ ἅγιος Ἔρμολαος ἀπήντησε, μὲ τὴν ἀλήθειαν ποῦ τὸν διέκρινε, ὡς ἕξης: «Τὸ ὀνομά μου εἶναι Ἔρμολαος. Ἔχω μαζί μου καὶ ἄλλους δύο χριστιανοὺς τὸν Ἔρμοκρατην καὶ τὸν Ἐρμιππον». Τότε διέταξε νὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ αὐτοὺς ἐνώπιόν του. 'Ἀφοῦ παρουσιασθησαν τοὺς ἤρωτησε:«Ἐσεῖς·εἶσθε ποῦ παρεπλανήσατε τὸν Παντολέοντα καὶ ἤρνηθή τους θεούς;» Καὶ ἐκεῖνοι γεμάτοι τόλμην καὶ θάρρος ἀπήντησαν: «Ὃ Χριστὸς καλεῖ κοντὰ Τοῦ τοὺς ἄξιους». Ὁ βασιλεὺς τότε τοὺς εἶπε: «Νὰ ἀφήσετε τοὺς ἀνόητους καὶ ἀνωφελεῖς λόγους σᾶς κατὰ μέρος, καὶ νὰ μὲ ἀκούσετε. Συμβουλεύσατε τὸν Παντολέοντα νὰ θυσιάση εἷς τους ἀθανάτους θεούς, ἐὰν θέλετε βέβαια νὰ σᾶς ἔχω φίλους, καὶ ὑπόσχομαι νὰ σᾶς δώσω ἀμέτρητα δῶρα καὶ ἀξιώματα». Καὶ ἐκεῖνοι ἀπήντησαν. «Μὴ γένοιτο νὰ συμβουλεύσωμεν κάποιον νὰ χάση τὴν ψυχήν του. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχομεν μίαν ἀσάλευτον γνώμην. Καὶ καλύτερον ν' ἀποθάνωμεν μὲ χίλιους θανάτους καὶ μὲ διάφορα βασανιστήρια, παρὰ νὰ προσκυνήσουμε τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα». Καὶ ὅταν ἔτελειωσαν τὰ λόγια τῶν αὐτὰ ἔστρεψαν τὰ μάτια πρὸς τὸν οὔρανον καὶ προσηυχήθησαν εἷς τὸν Κύριον νὰ τοὺς προστατεύση ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ δαίμονος. Ὃ Κύριος εἴσηκουσε τὴν προσευχὴν τῶν, καὶ τοὺς ἔφανερωθη καὶ τοὺς ἐνδυνάμωσε. Ἀμέσως ἔγινε μεγάλος σεισμὸς εἷς ἐκεῖνον τὸν τόπον. Ὃ δὲ Μαξιμιανὸς ἔχων ταραγμένον νοῦν εἶπε: «Βλέπετε οἳ θεοὶ ὤργισθησαν ἐξαιτίας σας καὶ ἔκαμαν σεισμόν». Καὶ τοῦ ἀπέκριθη ὃ ἅγιος Ἔρμολαος. «Ἂλλ' ἐὰν συμβῆ νὰ πέσουν κάτω οἳ θεοί σου τί θὰ εἴπης;» Προτοῦ τελειώση τὸν λόγον του, ἐφθασὲν ἕνας ὑπηρέτης τοῦ παλατιοῦ καὶ εἶπεν εἷς τὸν βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ἦλθα νὰ σοὺ ἀναφέρω ὅτι οἱ θεοὶ ἔπεσαν κάτω καὶ συνετρίβησαν». Οἱ τρεῖς Χριστιανοὶ ἐγέλασαν καὶ ἔχλευασάν τους φοβεροὺς θεοὺς ποῦ ἔσεισαν τὴν γῆν καὶ μετὰ συνετρίβησαν . Ὃ ἀσεβὴς τύραννος ἔγινε περισσότερον σκοτεινὸς ὅπως ἐκεῖνοι ποῦ τοὺς πονοῦν τὰ μάτια καὶ δὲν ἢ-μποροῦν νὰ ἴδουν τὸν ἥλιον.
Ἔτιμωρησέ τους τρεῖς μάρτυρες μὲ διάφορα βασανιστήρια. 'Ἀφοῦ διεπίστωσεν ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ τοὺς πείση καὶ νὰ ὑποχωρήσουν, ἔδωσε ἐντολὴν καὶ τοὺς ἀπεκεφάλισαν. Τὰ λείψανα τῶν τὰ ἐπῆραν Χριστιανοὶ μυστικά, καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ πολλὴν τιμὴν καὶ εὐλάβειαν.
Τὸν Παντολέοντα τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλιν, κατόπιν διαταγῆς, εἷς τὸν βασιλέα. Ὅταν παρουσιάσθη ὁ βασιλεὺς τοῦ εἶπε: «Μάθε ὅτι ὁ διδάσκαλός σου Ἔρμολαος καὶ ἢ συνοδεία τοῦ ἀντελήφθησαν τὸ συμφέρον τῶν καὶ ἔθυσιασαν εἷς τους θεούς. Καὶ ἐγὼ ὡς ἀνταμοιβὴν τῶν τοὺς ἐτίμησα ὅπως ἔπρεπε καὶ τοὺς ἔκανα πρώτους εἷς τὸ παλάτι.
Ἐὰν τοὺς μιμηθῆς καὶ ἐσύ, θὰ διαπίστωσης πόσον πάλιν τιμῶ καὶ ἐπιβραβεύω ἐκείνους ποῦ ὑπακούουν. Εἲδ ἄλλως ἂν ἐπιμένης νὰ μὴν θυσιάσης εἰς τὰ εἴδωλα, θὰ ἐξακρίβωσης πόσο σκληρὰ τιμωρῶ τοὺς παρηκόους καὶ τοὺς ὑπερόπτας. Λοιπὸν ἐὰν παράκουσης δὲν θὰ γλυτώσης ἀπὸ τὰ χέρια μου, καὶ μάλιστα ἐντός της σήμερον θὰ θανατωθῆς μὲ φοβερὸν θάνατον. Ὃ Μάρτυς τοῦ Χρίστου, μόλις ἔτελειωσε ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τοῦ αὐτούς, φωτισθεῖς ὑπὸ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος ἀντελήφθη τὴν δολιότητα καὶ πανουργίαν τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἤρωτησε ποὺ εὔρισκοντο οἱ τρεῖς ποῦ ἔθυσιασαν εἷς τὰ εἴδωλα! Καὶ ὃ μιαρὸς βασιλεὺς εἶπε πρὸς τὸν Παντολέοντα. «Δὲν εἶναι ἐδῶ τώρα. Τοὺς ἔστειλα διὰ κάποιον ὑπηρεσίαν εἰς τὴν πόλιν». Καὶ ὃ Ἅγιος τότε τοῦ εἶπεν. «Ἂν καὶ εἶσαι φίλος του ψεύδους, τώρα εἶπες τὴν ἀλήθειαν, διότι τώρα αὐτοὶ εὑρίσκονται εἰς τοὺς οὐρανούς, εἷς τὴν πόλιν τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ καὶ χαίρονται».
"Ὅταν λοιπὸν εἶδε ὃ ἀνόητος βασιλεὺς ὅτι δὲν ἠμποροῦσε νὰ πείση τὸν Παντολέοντα οὔτε μὲ κολακείας οὔτε μὲ δωρεᾶς, οὔτε μὲ ἀπειλᾶς οὔτε μὲ ἀλλᾶς τιμωρίας, διέταξε, ἐπειδὴ ἔγινε ἔξω φρενῶν, νὰ δείρουν τὸν ἅγιον διὰ νὰ ἱκανοποιηθῆ ἢ μοχθηρία του καὶ ὃ θυμός του. Ἐν συνέχεια ἐξέδωσε ἀπόφασιν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ τὸ λείψανόν του νὰ τὸ ρίξουν εἷς τὴν φωτιὰν νὰ τὸ κάψουν.
Τὸ τέλος τοῦ ἁγίου.
Οἳ στρατιῶται ὤδηγησαν τὸν ἅγιον εἷς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Καθ' ὅδον ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἡσυχάση ἀπὸ τὴν ταλαιπωρίαν καὶ τὴν θλίψιν, ἔψαλλε χαίρων. «Πλεονάκις ἐπολέμησαν μὲ ἐκ νεότητός μου. Καὶ γὰρ οὐκ ἤδυνηθησαν μοὶ» καὶ ἔσυνεχισε τὸν ψαλμὸν αὐτόν. Καὶ πάλιν συνέβη ἕνα μεγάλο θαῦμα.Ἐνῶ ἔδεσαν τὸν ἅγιον εἷς μίαν
ἐλαίαν καὶ ὁ δημιοε κατέβασε τὸ ξίφος νὰ τὸν ἀποκεφάλιση ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ κόψις τοῦ ξίφους ἐγυρισε καὶ ἐλυγισε ὅπως τὸ κερί. Οἳ στρατωταὶ ἐτρόμαξαν πολὺ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ ἔπεσαν εἷς τὴν γῆν λέγοντες: «Πιστεύομεν ὅτι ὃ Χριστὸς εἶναι ὃ ἀληθινὸς θεὸς καὶ σὲ παρακαλουμεν νὰ μὴν μᾶς ἐναντιωθῆς. Συγχώρεσέ μας καὶ κᾶνε δέησιν πρὸς τὸν Θὸν διὰ νὰ δεχθῆ τὴν μετάνοιάν μας».
Ὃ Ἅγιος τότε τοὺς ἤκουσε καὶ προσηυχήθη θερμῶς εἷς τὸν Κύριον καὶ δὶ' αὐτούς. Ἀμέσως μετὰ τὴν προσευχὴν ἤκουσθη φωνὴ ἀπὸ τὸν οὔρανον, ἢ ὁποία ἔλεγε : «Εἴσηκουσθη ἤδη ἢ προσευχή σου καὶ ὅλα ὅσα ἐζήτησες θὰ γίνουν. Ἀπὸ τώρα δὲν θὰ ὀνομάζεσαι Παντολέων ἄλλα Παντελεήμων, διότι ὅσοι θὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά σου διὰ τῶν πρεσβειῶν σου θὰ βρίσκουν εὐσπλαχνίαν καὶ ἔλεος». Μόλις ἠκουσε τὴν φωνὴ ὁ ἅγιος ἀντελήφθη ποιῶν χαρισμάτων ἠξιωθη καὶ ἐτιμηθη παρὰ τοῦ Κύριου.
Τότε ἐνεθάρρυνε τοὺς στρατιωτας νὰ μὴν φοβηθοῦν καὶ νὰ ἐκτελέσουν τὴν διαταγήν. Ἐκοινοι πάλιν δὲν ἐτολμοῦσαν, ἐπειδὴ ἐξηκριβωσαν τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Παντελεῆμον τοὺς ἐξηναγκασε νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἀπόφασιν τοῦ τυρρανου. Ἐκρινη ρπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ παρακούσουν τὸν_ Ἅγιον , ἀφοῦ τὸν κατεφιλησασν , καὶ ἔδειξαν τὴν ἀγαπην καὶ τὴν εὐλάβειαν τῶν, τοῦ ἔκοψαν τὴν τίμιαν κεφαλὴν τὴν 27η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 304.
Ὃ Θεὸς ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δοξάση τὸν ἅγιον Παντελεήμονα, Ἐκανὲ καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα. Τὸ δένδρον τῆς ἔλαιας εἷς τὸ ὅποιον ἔδεθη ὃ ἅγιος ἠτο ξηρόν. Ἀμέσως ὅμως ἐβλάστησε καὶ ἔκαρποφορησε. Ὃ βασιλεὺς μάλιστα σὰν ἔμαθε αὐτὸ τὸ γεγονὸς διέταζε νὰ κόψουν τὴν ἔλαιαν. Διέταζε ὠσαύτως νὰ κατακαύσουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.
Οἱ στρατιῶται ὅμως ἔμημηθησάν τους Μάγους ποῦ δὲν ἐπέστρεψαν εἷς τὸν Ἡρώδην. Αὐτοὶ λοιπὸν διέφυγαν καὶ ἐκήρυτταν παντοῦ τὸν Χριστὸν καὶ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δὲ λείψανον τοῦ Ἁγίου μερικοὶ Χριστιανοὶ τὸ ἐπῆραν καὶ μὲ εὐλάβειαν τὸ ἔβαψαν μὲ μύρα καὶ θυμιάματα εἰς ἕνα τόπον ἔξω της πόλεως ποῦ ὤνομαζετό του Σχολαστικοῦ Ἀδαμάντινου.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μαρτύριον τοῦ ἰαματικοῦ Παντελεήμονος. Ἢ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται τὴν 27ην Ἰουλίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ. Ἦχος γ'.
Ἀθλοφόρε ἅγιε, καὶ Ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἔλεημονι Θεω, Ἴνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχη ταῖς ψυχαις ἠμῶν.
Ἕτερον. Ἦχος γ'. θείας Πίστεως.
Θείων τρόπων σου, τὴ ἐπιστήμη, νέμεις ἄμισθον, τὴν θεραπείαν, τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἐν Πνευματι' ὅθεν ἠμᾶς πάσης νόσου ἁπάλλαξον, Παντελεῆμον ἐλέους θησαύρισμα. Μάρτυς ἐνδοζε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρὴ-σασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ.Ἦχος πλ. α'. Αὐτομελόν.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος καὶ Ἰαμάτων τὴν χάριν παρ' αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ μάρτυς Χρίστου τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχάις σου τὰς ψυχικᾶς ἠμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεὶ πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως σῶσον ἠμᾶς Κύριε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου